- -τζής
- κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. -ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα-τζής < τουρκ. kanga-ci, χαλβα-τζής < τουρκ. helva-ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη παραγωγική κατάλ. τής Ελληνικής που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. καφε-τζής, ταξι-τζής, ψιλικα-τζής) ή ιδιότητα (πρβλ. καταφερ-τζής, πλακα-τζής, χωρατα-τζής). Τέλος, ανάλογα με το ληκτικό φωνήεν τού ονόματος στο οποίο προσάπτεται, η κατάλ. -τζής εμφανίζει και τις μορφές -ατζής (πρβλ. παγωτ-ατζής) και -ιτζής (πρβλ. ταξ-ιτζής).Παραδείγματα λ. σε -τζής: βιολιτζής, γκαφατζής, καβγατζής, καταφερτζής, καφετζής, κουλουρτζής, μπογιατζής, παλιατζής, πλακατζής, σοβατζής, σουβλατζής, ταξιτζής, τζαμπατζής, φαναρτζής, φιγουρατζής, φορτηγατζής, χαλβατζής, χωρατατζής, ψιλικατζής.
Dictionary of Greek. 2013.