-τζής

-τζής
κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. -ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα-τζής < τουρκ. kanga-ci, χαλβα-τζής < τουρκ. helva-ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη παραγωγική κατάλ. τής Ελληνικής που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. καφε-τζής, ταξι-τζής, ψιλικα-τζής) ή ιδιότητα (πρβλ. καταφερ-τζής, πλακα-τζής, χωρατα-τζής). Τέλος, ανάλογα με το ληκτικό φωνήεν τού ονόματος στο οποίο προσάπτεται, η κατάλ. -τζής εμφανίζει και τις μορφές -ατζής (πρβλ. παγωτ-ατζής) και -ιτζής (πρβλ. ταξ-ιτζής).Παραδείγματα λ. σε -τζής: βιολιτζής, γκαφατζής, καβγατζής, καταφερτζής, καφετζής, κουλουρτζής, μπογιατζής, παλιατζής, πλακατζής, σοβατζής, σουβλατζής, ταξιτζής, τζαμπατζής, φαναρτζής, φιγουρατζής, φορτηγατζής, χαλβατζής, χωρατατζής, ψιλικατζής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαναρ(ι)τζής — ο, Ν 1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός 2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής 3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. τζής*] …   Dictionary of Greek

  • λαγουμ(ι)τζής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που σκάβει λαγούμια: Οι λαγουμ(ι)τζήδες έσκαψαν μια μεγάλη σήραγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοταρ(ι)τζής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει λοταρία: Του έφαγαν τα λεφτά οι λοταρτζήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες, τεχνίτης που τοποθετεί τζάμια σε παράθυρα, πόρτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαγαρτζής — και ζαγαριτζής, ο αυτός που γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγάρι + κατάλ. τζης (πρβλ. καφε τζής, σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • καζαντζής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. & 2. Δημήτριος και Ιωάννης. Πήραν μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν. 3. Λάμπρος. Συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης …   Dictionary of Greek

  • καταφερτζής — ὁ θηλ. καταφερτζού αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ α) + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. γκαφα τζής, κουλουρ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μαγκατζής — ο ο αρχηγός μιας μάγκας κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκα + κατάλ. (α)τζής* (πρβλ. χαλβ α τζής, ψιλικ α τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μαντεμτζής — ο ιδιοκτήτης μεταλλείου, μεταλλουργός, μεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντέμι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής, τζαμ τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”